- θνητῷ
- θνητόςliable to deathmasc/neut dat sgθνητόςliable to deathmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θνητῶι — θνητῷ , θνητός liable to death masc/neut dat sg θνητῷ , θνητός liable to death masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мьртвьныи — (14) пр. 1.Смертный: да и животъ. iс҃въ ˫авитьсѧ. въ мьртвьнѣи плъти нашеи. (ϑνητῇ) СбТр XII/XIII, 82 об.; ни б҃ъ слово видiмъ или смьртенъ аще i въ видимѣ. и въ мр҃твнѣ телеси. КР 1284, 4а; повелѣваеть же купно ѧже ѿ луны. и превыше бесмертьна… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θνητός — ή, ό (ΑΜ θνητός, ή, όν, Α αιολ. και δωρ. τ. θνατός) 1. αυτός που υπόκειται στον θάνατο, αντίθ. τού αθάνατος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι θνητοί οι άνθρωποι, η ανθρωπότητα, το ανθρώπινο γένος μσν. 1. νεκρός, πεθαμένος 2. δολοφονημένος 3. το αρσ.… … Dictionary of Greek
πανσπερμία — η, ΝΜΑ ανάμιξη κάθε είδους σπερμάτων, ανάμιξη σπόρων νεοελλ. 1. ανάμιξη κάθε είδους φυλών και εθνοτήτων 2. πλήθος ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και φυλών 3. φρ. «θεωρία τής πανσπερμίας» βιολ. μια από τις θεωρίες για την προέλευση τής ζωής στη Γη, η … Dictionary of Greek
φρούριο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τρανοβάλτου. * * * το / φρούριον, ΝΜΑ, και φρουρεῑον Μ, και φρώριον Α [φρουρός] 1. οχυρό συγκρότημα εγκαταστάσεων για την προστασία ενός τόπου από εχθρική επίθεση,… … Dictionary of Greek